- διαπλάθω
- διαπλάθω, διέπλασα βλ. πίν. 37
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαπλάθω — διάπλασα και διέπλασα, διαπλάστηκα, διαπλασμένος, προσδίδω σχήμα σε εύπλαστη ύλη, διαπαιδαγωγώ, διαμορφώνω χαρακτήρα ηθικά και πνευματικά: Διαπλάστηκα από τους γονείς μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek
δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… … Dictionary of Greek
διαμορφώνω — (Α διαμορφῶ, όω) 1. δίνω μορφή και σχήμα σε κάτι, σχηματίζω 2. διαπλάθω ηθικά ή πνευματικά αρχ. διευθετώ, τακτοποιώ … Dictionary of Greek
διαπαιδαγωγώ — (Α διαπαιδαγωγῶ, έω) 1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού 2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιού αρχ. 1. περιποιούμαι, τέρπω 2. περνώ τον καιρό μου … Dictionary of Greek
επισχηματίζω — ἐπισχηματίζω (Α) διαπλάθω, διαμορφώνω («ἐπισχηματίζων τὸ πρόσωπον εἰς λύπην», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
ηθοποιώ — ἠθοποιῶ, έω (Α) [ηθοποιός] 1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα 2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.) 3. εκφράζω… … Dictionary of Greek
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
προδιαπλάσσω — Α [διαπλάσσω] διαπλάθω, διαμορφώνω κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek
συμπλάσσω — και αττ. τ. συμπλάττω Α [πλάσσω] 1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ… … Dictionary of Greek